παιγνιδιάρικος

παιγνιδιάρικος
-η, -ο
βλ. παιχνιδιάρικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιχνιδιάρικος — και παιγνιδιάρικος, η, ο [παιχνιδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιχνιδιάρη («παιχνιδιάρικα καμώματα») 2. μτφ. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, χαριτωμένος. επίρρ... παιχνιδιάρικα με παιχνιδιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”